- μαυρόματος
- μαυρόματος, -η, -ον (Μ)βλ. μαυρομάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαυρομάτης — άτα, άτικο, θηλ. και ατού και ατούσα (Μ μαυρομάτης, άτα, άτικο και μαυρόματος, η, ον) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια 2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα… … Dictionary of Greek